βικιπριακά
η σελίδα φορτώνεται, παρακαλώ περιμένετε...
βίκι
εισαγωγή
βοήθεια
περισσότερα
επικοινωνία
γουικιπριακά
wikipriaka
πουρέκκα
[bureka]
- επίθετο
κοπέλα που είναι γλυκειά σαν μπουρέκι
Ετυμολογία:
τούρκικα
- βλ. πουρέκκι
Ρίζες:
πουρέκκι
πίσω στο λεξικό
Σχόλια
Όνομα :
Κάνε δικό σου σχόλιο
Ουδέν σχόλιο
Δυστυχώς αυτή η σελίδα χρειάζεται javascript.