- ουσιαστικό
1.
ίππος, άλογο
πχ.
'όι άππαρον με την βάκλαν' = κάτι που αναφερόμαστε που είναι τόσο άπιαστο, αδύνατον να γίνει ..... όπως δηλαδή το άλογο με βάκλα (ουρά αρνιού). βλ λήμμα 'βάκλα'
2.
σιδερώστρα
(μεταφ.)
Ετυμολογία:
ελληνικά
-
άππαρος < αππάριον με τροπή το 'ι' έγινε 'α' < υποκοριστικό ἱππάριον < αρχ. ἵππος
αππάρα = θηλυκό άλογο, φοράδα, το οποίο χρησιμοποιήτε και μεταφορικά με την έννοια της ψηλής και όμορφης γυναίκας (σαν τον ίππο)