γουικιπριακά
πόμεινε, η σελίδα κατεβαίνει...
γουίκι
εισαγωγή
τάνημα
περίτου
επικοινωνία
βικιπριακά
wikipriaka
αβρούγιος
[avruyios]
- επίθετο
1. αφράτος
πχ.
τούτα τα αχάσια εν αβρούγια πολλά (αυτά τα αμύγδαλα είναι πολύ αφράτα)
2. εύθραυστος
Ετυμολογία:
ελληνικά
- ἁβρός (αρχ.) = κομψός, λεπτός, ωραίος
Ή αφρούγιος
πίσω στο λεξικό
Σχόλια
Όνομα :
Κάμε δικό σου σχόλιο
ο/η Μ.Π. έγραψεν στες 20/06/2009
μήπως ετυμολογικά προέρχεται από το αβρός;
Δυστυχώς τούτη η σελίδα θέλει javascript.