- επίθετο
1.
αυτός που επιδιώκει να παίρνει πράγματα δωρεάν, τρακαδόρος
2.
αυτός που επιζητά φαγοπότι (ή δωρεάν εξυπηρέτηση) εις βάρος άλλου
Ετυμολογία:
γαλλικά
-
< μσν. κυπριακό αβανταζιά < γαλλ. avantage = όφελος
Άλλως:
μουχτιτζής
Ρίζες:
αβάττα αβαττάτζια
http://market.yandex.ru/
http://slovari.yandex.ru/
http://news.yandex.ru/
http://maps.yandex.ru/
http://tv.yandex.ru/
http://afisha.yandex.ru/
http://www.google.gr/ig?hl=el
http://www.extra3.tv/